Ανάμεσα στις διάφορες απόψεις που εκφράστηκαν με αναφορά στη δημόσια κριτική πρόσφατης καταδικαστικής απόφασης του Ε.Δ. Αμμοχώστου και ορισμένες παραινέσεις νομικών σχετικά με την κριτική των δικαστικών αποφάσεων, εκφράστηκε και η εξής άποψη, η οποία έχει ενδιαφέρον γιατί προέρχεται από εκπαιδευτικό: δεν μπορείτε, εσείς οι νομικοί ή οι ακαδημαϊκοί, λέει με παρόμοια λόγια, να επιθυμείτε και να επιχειρείτε την αφαίρεση της δικαιοσύνης από το κοινωνικό της πλαίσιο και την τοποθέτησή της σε ένα «άσπιλο» ακαδημαϊκό, λέγοντάς μας να μην κρίνουμε ή πώς να κρίνουμε δικαστικές αποφάσεις.
Οπωσδήποτε, η δικαιοσύνη υπάρχει και λειτουργεί μέσα σε ένα δεδομένο κοινωνικό πλαίσιο και εκφράζει και πρέπει να εκφράζει την κοινωνία και όχι το μεμονωμένο άτομο του δικαστή. Δεν υπάρχει σήμερα η δικαιοσύνη του οποιουδήποτε ενός, ο οποίος επιδεικνύει προσωπικότητα, και όπως εύστοχα είχε λεχθεί και σε ένα πολύ πρόσφατο, εξαιρετικά επίκαιρο συνέδριο, στη Θεσσαλονίκη, με θέμα «Δικαιοσύνη και Κοινωνία», από την έντιμη Πρόεδρο του ΣτΕ, απευθυνόμενη κυρίως σε δικαστές: ο δικαστής είναι μεν ανεξάρτητος, αλλά υπάρχει και μία παρεξήγηση αυτής της έννοιας της ανεξαρτησίας του, καθότι δεν είναι και ανέλεγκτος με την έννοια του να κάνει δικαιικά ή άλλως πώς ό,τι θέλει.
Αυτό το δεδομένο κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο είναι ενταγμένη η δικαιοσύνη, είναι ποιο; Είναι ο λόγος του καθενός όπως εκφράζεται στα κοινωνικά δίκτυα και οι διάσπαρτες ψιθυρολογίες του πληκτρολογίου ή των πλατειών; Ή μήπως είναι το κοινωνικό πλαίσιο που δίνουν οι υφιστάμενοι νόμοι, αυτοί εκφράζοντας την κοινωνική απαξία για την κάθε μία ποινικοποιημένη συμπεριφορά; Αυτοί εκφράζοντας (όπως τουλάχιστον θα έπρεπε) την ίδια την κοινωνία; Ο δικαστής, κατά γνώμη που ταπεινά εκφράζω, επιτελεί το κοινωνικό του έργο με το να εφαρμόζει τους νόμους και να είναι συνεπής προς την αρχή της νομιμότητας. Όχι με το να «ανοίγει το παράθυρο» (όπως ήταν μια ωραία έκφραση του συνάδελφου δρ Κώστα Παρασκευά) και να αφουγκράζεται ό,τι ο ίδιος εκλαμβάνει ως διάχυτο «περί δικαίου αίσθημα» (που πάντα λανθασμένα θα το εκλαμβάνει έτσι κι αλλιώς). Να λειτουργεί αν είναι και με την «κοινή λογική», όπως είναι μια από τις (πρόσθετες αναγκαιότητες και) εναλλακτικές (στο «περί δικαίου αίσθημα») που προτείνει ο καθηγητής της φιλοσοφίας και μεθοδολογίας του δικαίου δρ Σταμάτης.
Κριτική των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι η έκφραση συναισθημάτων από τον καθένα σε σχέση με το δικαστικό αποτέλεσμα, εάν τον ικανοποιεί ή όχι, ως τέτοιο. Κάποιους θα ικανοποιεί το δικαστικό αποτέλεσμα και άλλους όχι, αυτό είναι δεδομένο σε κάθε περίπτωση, ως αναπόφευκτο σε κάθε (ανομοιογενές) κοινωνικό σύνολο. Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι δεν θα πρέπει να αφορά οποιονδήποτε δικαστή, με οποιονδήποτε τρόπο, το πώς αυτός θα ικανοποιήσει οποιοδήποτε μέρος της κοινής γνώμης, όπως ούτε και να κάθεται να παρακολουθεί τις διάφορες αντιδράσεις του κόσμου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θετικές ή αρνητικές, και να διαμορφώνει εξ αυτών σκέψεις και διάθεση. Αυτή η απόστασή του δεν έχει την έννοια της μη συμμετοχής του στην κοινωνία, συμμετέχει σε αυτήν γιατί είναι μέρος της (κατ’ επέκταση επηρεάζεται, ως άτομο, γενικευμένα από το κοινωνικό του περιβάλλον), αλλά διαχωρίζει οπωσδήποτε τη λειτουργική του ιδιότητα, την κοινωνικότητα της οποίας εκφράζει δια του έργου του, χωρίς να άγεται και να φέρεται από μικροκοινωνικούς παράγοντες. Εάν και ο ίδιος έχει γνώση του έργου του, αναμενόμενα, δεν δέχεται τις παρεμβάσεις οποιουδήποτε (κάπως επηρμένα ίσως) νομίζει ότι εάν γράψει, εάν φωνάξει, εάν επιμείνει, εάν εντείνει τον τόνο του, θα καταφέρει να ακουστεί εκτός Δικαστηρίου και να διαμορφώσει ο ίδιος το δικαστικό αποτέλεσμα.
Δεν είναι έτσι η κριτική των δικαστικών αποφάσεων όχι γιατί οι δικαστικές αποφάσεις περιέχουν και αφορούν την επιστήμη των λίγων. Αντιθέτως, οι δικαστικές αποφάσεις είναι για όλους (δεν ανήκουν καν στους διαδίκους στους οποίους απευθύνονται) και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι σύντομες, περιεκτικές, απλές, κατανοητές, επικοινωνιακές (όσο επιστήμονας και αν είναι ο κάθε δικαστής σε αυτό που κάνει και όπως και αν μπορεί να εκφράζει οπουδήποτε αλλού την επιστημοσύνη του). Η κριτική δεν είναι έτσι γιατί οι δικαστές είναι εφαρμοστές των νόμων, τους οποίους ούτε να αγνοήσουν μπορούν, ούτε να πλάσουν όπως θέλουν, γιατί αυτούς τους νόμους ψηφίζει το εκλεγμένο από το λαό νομοθετικό σώμα, και ισχύει παντού, εκτός από την αρχή της νομιμότητας, και η αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών. Είναι ένας περίπου κανόνας ότι, εάν οι νόμοι (ή και οι νομικές αρχές) μιας Πολιτείας είναι καλοί και κοινωνικά αποδεκτοί, και η δικαιοσύνη της, που τους εφαρμόζει, θα εφαρμόζεται καλά. Εκεί όπου δεν υπάρχουν νόμοι ή νομικές αρχές (σπάνια πλέον σε εξελιγμένα κράτη) και πρέπει να απονεμηθεί δικαιοσύνη είναι που δοκιμάζεται ο δικαστικός ακτιβισμός σε συνάρτηση με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και αρχίζει και ένας πολύ μεγάλος θεσμικός διάλογος.
Άρα και η κριτική του έργου των δικαστών θα πρέπει να είναι σε σχέση με αυτό το έργο τους, δηλαδή σε συνάρτηση με το τι λέει ο νόμος και πώς εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό συγκεκριμένα πραγματικά δεδομένα, όπως αυτά αποδεικνύονται στην κάθε διαδικασία. Όχι με οτιδήποτε άλλο. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει γνώση του τι λέει ο νόμος, ποια ήταν τα δεδομένα και πώς εφαρμόστηκε σε αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση· γνώση που δεν κατέχουν κατ’ ανάγκη μόνο οι νομικοί. Αντίθετα, αυτή η κριτική διαδικασία (όταν έτσι ασκείται, δηλαδή αφορώντας στο δικαστικό έργο και όχι σε οτιδήποτε άλλο) από μη νομικούς ξεκλειδώνει πολλές φορές σκέψεις και νοήματα πολυτιμότερα.
Το πρόβλημα όμως φαίνεται να είναι ότι ένα ίσως μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν γνωρίζει ποιο ακριβώς είναι είτε το περιεχόμενο των νόμων είτε το έργο των δικαστών και ποιος είναι ο ρόλος των δικαστηρίων σε αυτή τη δημοκρατική κοινωνία, με αυτούς τους συγκεκριμένους θεσμούς. Γι’ αυτό μπορεί να υποθέτει ό,τι έχει ανάγκη σε σχέση με το δικαστικό έργο, βλέποντας ίσως και τα δικαστήρια ως το τελευταίο καταφύγιο για να επουλωθούν όλες οι κοινωνικές αδικίες, αναμένοντας ίσως από αυτά ανατροπές ή ενός είδους «εξιλεωτική» δικαιοσύνη, ενίοτε ισοπεδωτική, ή απλ τέτοια που να ανασταίνει ψυχές και να δίνει ελπίδες για το κοινωνικό μέλλον ή όπως σε κάποια κινηματογραφική σκηνή που έχει κατά νου, πάντως χωρίς τεχνικότητες και ακαταλαβίστικους νομικισμούς. Και η άγνοια του τρόπου λειτουργίας των δικαστηρίων και των δικαστών, μα ταυτόχρονα η αυξημένη δημόσια «κριτική», είναι φαινόμενο που παρουσιάζεται και αλλού, ακόμα και σε κοινωνίες περισσότερο γαλουχημένες με νοοτροπία ή συνήθειες νομιμότητας.
Η προαναφερόμενη διαπίστωση φέρνει ξανά στο προσκήνιο, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να ακολουθούν διαβήματα παρόμοια με αυτά του Judiciary of England and Wales, για να γνωριστεί ο κόσμος και ειδικά οι νέοι άνθρωποι με τα δικαστήρια, τους δικαστές και τον τρόπο λειτουργίας του δικαστικού συστήματος. Τι κάνουν και πώς εκδίδουν αποφάσεις οι δικαστές. Το δωρεάν διαδικτυακό course “The Modern Judiciary” που οργανώνουν από κοινού Judiciary of England and Wales και King’s College London, διάρκειας 5 εβδομάδων, αρχίζει τελικά από τις 3 Φεβρουαρίου 2020, και είναι μόνο ένα από αυτά τα περισσότερα διαβήματα, με σκοπό ακριβώς αυτόν, να καταστεί ευρύτερα γνωστό ποιοι είναι και τι κάνουν οι δικαστές. Σε αυτό ήδη δήλωσαν συμμετοχή αρκετοί, περιλαμβανομένων δικαστών, δικηγόρων, μαθητών, πολιτών που απλά ενδιαφέρονται, είτε από το Ηνωμένο Βασίλειο είτε από άλλες δικαιοδοσίες, όπως και από την Κύπρο. Άλλη ωραία δράση είναι η πλατφόρμα/εφαρμογή “You be the judge” όπου ο κάθε πολίτης μπορεί να μπει στη θέση των δικαστών, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η δράση “Judiciary in Schools” είναι επίσης μια από τις αγαπημένες αλλά και πολλά υποσχόμενες, καθότι υπάρχει ακόμα αρκετό έδαφος για ανάπτυξή της.